αλήστευτος, -η

αλήστευτος, -η
-ο αυτός που δε ληστεύτηκε: Οι εισβολείς δεν άφησαν αλήστευτες ούτε τις εκκλησίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλήστευτος — η, ο (Α ἀλῄστευτος, ον) [ληστεύω] 1. αυτός που δεν ληστεύθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ληστευθεί 2. αυτός που δεν κακοποιήθηκε, δεν αδικήθηκε …   Dictionary of Greek

  • αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0127 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ա. ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ. ἁλήστευτος Զոր կամ ուստի չկարէ ոք գողանալ. ... *Յանգողական տեղւոջն եդիր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 6: *Մնասցէ անգողանալի. Վրդն. դան.: *Զմիտս ունել անգողանալի. Կլիմաք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ — (լւոյ, եաց) NBH 1 0127 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ա. ԱՆԳՈՂԱԿԱՆ ԱՆԳՈՂԱՆԱԼԻ. ἁλήστευτος Զոր կամ ուստի չկարէ ոք գողանալ. ... *Յանգողական տեղւոջն եդիր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 6: *Մնասցէ անգողանալի. Վրդն. դան.: *Զմիտս ունել անգողանալի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”